Σαλαμίς

Σαλαμίς
Αρχαία ελληνική πόλη της Κύπρου, στην ανατολική ακτή της, που ιδρύθηκε κατά την παράδοση από το γιο του Τελαμώνα Τεύκτρο. Αποικίστηκε από ελληνικά φύλα από τα τέλη της 2ης χιλιετίας και Έλληνες είναι συνήθως οι βασιλιάδες της του 6ου αι. π.Χ. που μας είναι γνωστοί: ο Ευέλθων, ο Σίρωμος, η Χερσίς, ο Γόργος, που διατέλεσε υποτελής των Περσών από το 499 ως το 498, και ο Ονήσιλος. Του 5ου αι. βασιλιάδες ήταν ο Νικόδημος, ο Λαχαρίδας, ο Ευάνθης και ο Αβδήμων. Η πόλη έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της υπό τον Ευαγόρα (410 π.Χ.), τον οποίο διαδέχτηκαν ο Νικοκλής (374-368 π.Χ.), ο Ευαγόρας Β’, ο Πνυταγόρας, ο Νικοκρέων (311-310). Κατόπιν διατέλεσε κάτω από την κυριαρχία των Πτολεμαίων της Αιγύπτου (κατά την οποία η Σ. ήταν έδρα των στρατηγών και πρωτεύουσα του νησιού), εκτός από μια περίοδο 12 ετών (306-294), κατά την οποία το νησί, ύστερα από μια νικηφόρα ναυμαχία του Δημήτριου του Πολιορκητή, είχε περιέλθει στον Αντίγονο το Μονόφθαλμο. Κάτω από τους Ρωμαίους η πρωτεύουσα του νησιού μεταφέρθηκε στην Πάφο, αλλά η Σ. παράμεινε πάντοτε σημαντική πόλη. Μετά έγινε έδρα μιας πλουσιότατης ιουδαϊκής αποικίας και κέντρο της ιουδαϊκής επανάστασης του 116-117 μ.Χ., κατά την οποία οι Έλληνες σφάχτηκαν και η πόλη καταστράφηκε. Το 332 και 342 μ.Χ. η Σ. γνώρισε νέες καταστροφές από σεισμούς. Ανοικοδομήθηκε από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο, αλλά καταστράφηκε από τις αραβικές επιδρομές του 648 μ.Χ (Κύπρος). Βρίσκεται στην κατεχόμενη από τους Τούρκους περιοχή. Τμήμα των επιβλητικών ερειπίων της αρχαίας κυπριακής πόλης Σαλαμίνας. Η πόλη έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της στα χρόνια του βασιλιά της Κόπρου Ευαγόρα. Η πόλη καταστράφηκε από τους Άραβες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σαλάμις — Sp Salaminas Ap Σαλάμις/Salamis sen. graikų kalba Ap Σαλαμίνα/Salamina graikiškai L s. Sarono įl. ir mst. joje, PR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Σαλαμίς — Σαλαμί̱ς , Σαλαμίς fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Саламин — (Σαλαμις, Salamis): 1) о в близ берега Аттики, против Елевзина, отделенный от материка узким проливом. Другие названия о ва в древности Питиусса, Скирада, Кихрея. С незапамятных времен С. был занят выходцами с Эгины. Во время Троянской войны был… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Σαλαμῖνα — Σαλαμίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαλαμῖνι — Σαλαμίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαλαμῖνος — Σαλαμίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαλαμῖν' — Σαλαμῖνα , Σαλαμίς fem acc sg Σαλαμῖνι , Σαλαμίς fem dat sg Σαλαμῖνε , Σαλαμίς fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Coulouri — Salamine Pour les articles homonymes, voir Salamine (homonyme). Salamine Σαλαμίς (el) Géographie Pays …   Wikipédia en Français

  • Salamine — Pour les articles homonymes, voir Salamine (homonyme). Salamine Σαλαμίς (el) Géographie Pays …   Wikipédia en Français

  • Саламис (линкор) — «Саламис» Σαλαμίς …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”